Καλημέρα Αναγνώστη μου αΓΑΠημένε....πως εισαι? Εδώ εγώ με τρώνε τα νευρα μου. Και τι κάνουμε πλέον , όταν έχουμε νεύρα? Διαβάζουμε τον κο Καζαντζάκη και ξεχνιόμαστε.
Θα σου παραθέσω απόσπασμα απο την Ασκητική του. Διότι αυριο θα τα πούμε εκτενέστερα...
"1ο σκαλοπάτι: ΕΓΩ"
Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος!
Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος
άναρθρες φωνές και σκοτάδι' κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα
μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.
Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω,
τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της
καρδιάς μου.
Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα' μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα
στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το
φως.
Με κίντυνο, βαρυγκωμώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι,
πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο
μπορώ, όρθιος.
Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα
να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.
Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό,
γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο
άλογο δεν έχω.
Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ
να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι
της σάρκας. Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν
έχω.
Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.
Νιώθω στην καρδιά μου όλες τις ταραχές και τις αντινομίες,
τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις
υποτάξω σ' ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από
την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.
Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: «Εγώ, η
Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν
είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν
είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!
»Δεν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν
είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου
στη μάχη.
»Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα' μην τα
προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα
να γίνεις ήρωας.
»Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο
δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν
παίρνω κι εγώ' ακλούθα μου!
»Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε
ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.
»Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να
προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.
»Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω
χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
»Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον
αγώνα. Μη ζητάς φίλους' να ζητάς συντρόφους!
»Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα.
Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η
μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
»Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη;
Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»
Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα
σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού,
ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις
σκληρές εντολές του.
Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω
στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι
αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο
ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη
απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.
Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι,
θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ'
ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που
δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω,
οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα,
και δικές του δυνάμες.
Δεν είμαι ένα μετέωρο αρρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από
το χώμα του και πνοή από την πνοή του.
Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω
μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου
φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.
Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου
περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με
διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν' ανοίξει
δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!