Έφυγες με το κεφάλι ψηλά, όπως ήρθες, όπως σε γνώρισα, όπως πάντα…
Σε ζηλεύω
-Τι είναι ο θάνατος;
Είναι σαν το απόλυτο σκοτάδι, με τον καιρό το συνηθίζεις
και δε σε ενοχλεί πια-.
Κι άφησες εμάς πίσω
με τις τύψεις και τις ενοχές μας
με τις μιζέριες και τις αμφιβολίες μας
να βρίσκουμε δικαιολογίες
για να τη σκαπουλάρουμε
άλλη μια μέρα
και άλλη μια μέρα
και άλλη μια μέρα.
Σε ζηλεύω
Γιατί είσαι εντάξει, πάντα είσαι εντάξει.
Σε χρειάζομαι
να μου μαθαίνεις τι θα πει αξιοπρέπεια
να μου μαθαίνεις να μη φοβάμαι
να μου μαθαίνεις να μη συμβιβάζομαι.
Σε χρειάζομαι δίπλα μου στο δρόμο και στο δρόμο μου.
Και να μιλάς, να μου μιλάς.
Και να ακούς, να με ακούς.
Κι εγώ να κλέβω λίγη δύναμη από την αλήθεια σου
λίγο κουράγιο από την ελευθερία σου
λίγη πίστη από τις αξίες σου.
Είσαι λένε τρομοκράτης.
Ναι, αλήθεια είναι. Τρομοκρατείς το φόβο μας, το βόλεμά μας, τον καθωσπρεπισμό μας, την απάθειά μας, το κενό στο βλέμμα μας, τη μειωμένη μας λίμπιντο, την προσαρμογή μας στην ασχήμια, τα φίμωτρά μας, τις παρωπίδες μας, τις χειροπέδες μας, τις αλυσίδες που μας εμποδίζουν να γίνουμε επικίνδυνοι…
Είναι και κάτι που θέλω να συζητήσουμε.
Κάποιοι λένε πως επιλέγουν να μη δράσουν γιατί φοβούνται για τη ζωούλα τους. Την αγαπάνε, λένε, τη ζωή.
Κάποιοι άλλοι επιλέγουν να δράσουν για ακριβώς τον ίδιο λόγο.
Την αγαπάνε, λένε, τη ζωή και δεν αντέχουν να τη χαραμίζουν.
Πες μου, μπορεί κι οι δύο να έχουν δίκιο;
Δεν μπορεί.
VENCEREMOS
Τιμή για πάντα στον σύντροφο αγωνιστή Λάμπρο
Αν ήμουν κόρακας, χρόνια διακόσια να ζήσω,
δάσκαλος τσίφτης θα πάαινα στην Πίνδο ψηλά,
σ' ένα σχολειό, μες στα ζούδια τ' αθώα, βουνίσιο,
πέντε γενιές ,σύντροφοι, να σπουδάξω παιδιά.
Θα δασκάλευα, σύντροφοι, πέντε γενιές,
μια και δυο για ν' αλλάξω τον κόσμο φορές.
Αηδονάκια, μικρά, 'μπρος στης Γκιώνας τον πέτρινο πίνακα,
θα τα βάφτιζα αητούς, στ' άστρου τον μαυροκόκκινο πίδακα.
Με γραφές πέτρινες, θα τους μπόλιαζα ωραία, βουνίσια
υποδόρια, αυτόνομα θάματα, παλληκαρίσια,
κι υποδόριες επαναστάσεις,
από μία στις έξι τις τάξεις !
Είναι κρύο πολύ το φεγγάρι, απάνω απ' τ' Αγρίνιο,
όπως λέει το τραγούδι, συντρόφοι μου, σαν τ' αλουμίνιο.
Πέντε κίσσες στο μνήμα μου, σαν χαρτορίχτρες γριές,
"-Θα ξανάρθεις -μου λέν' - πάλι, Λάμπρο, σε πέντε γενιές!"
Θα ξανάρθω, συντρόφοι, σε πέντε γενιές,
μια και δυο για ν' αλλάξω τον κόσμο φορές.
Αηδονάκια, μικρά, 'μπρος στης Γκιώνας τον πέτρινο πίνακα,
θα βαφτίζω αητούς, στ' άστρου τον μαυροκόκκινο πίδακα.
Με γραφές πέτρινες, θα μπολιάζω, συντρόφοι, βουνίσια
υποδόρια, αυτόνομα θάματα, παλληκαρίσια,
κι υποδόριες επαναστάσεις,
από μία στις έξι τις τάξεις!
Σε ζηλεύω
-Τι είναι ο θάνατος;
Είναι σαν το απόλυτο σκοτάδι, με τον καιρό το συνηθίζεις
και δε σε ενοχλεί πια-.
Κι άφησες εμάς πίσω
με τις τύψεις και τις ενοχές μας
με τις μιζέριες και τις αμφιβολίες μας
να βρίσκουμε δικαιολογίες
για να τη σκαπουλάρουμε
άλλη μια μέρα
και άλλη μια μέρα
και άλλη μια μέρα.
Σε ζηλεύω
Γιατί είσαι εντάξει, πάντα είσαι εντάξει.
Σε χρειάζομαι
να μου μαθαίνεις τι θα πει αξιοπρέπεια
να μου μαθαίνεις να μη φοβάμαι
να μου μαθαίνεις να μη συμβιβάζομαι.
Σε χρειάζομαι δίπλα μου στο δρόμο και στο δρόμο μου.
Και να μιλάς, να μου μιλάς.
Και να ακούς, να με ακούς.
Κι εγώ να κλέβω λίγη δύναμη από την αλήθεια σου
λίγο κουράγιο από την ελευθερία σου
λίγη πίστη από τις αξίες σου.
Είσαι λένε τρομοκράτης.
Ναι, αλήθεια είναι. Τρομοκρατείς το φόβο μας, το βόλεμά μας, τον καθωσπρεπισμό μας, την απάθειά μας, το κενό στο βλέμμα μας, τη μειωμένη μας λίμπιντο, την προσαρμογή μας στην ασχήμια, τα φίμωτρά μας, τις παρωπίδες μας, τις χειροπέδες μας, τις αλυσίδες που μας εμποδίζουν να γίνουμε επικίνδυνοι…
Είναι και κάτι που θέλω να συζητήσουμε.
Κάποιοι λένε πως επιλέγουν να μη δράσουν γιατί φοβούνται για τη ζωούλα τους. Την αγαπάνε, λένε, τη ζωή.
Κάποιοι άλλοι επιλέγουν να δράσουν για ακριβώς τον ίδιο λόγο.
Την αγαπάνε, λένε, τη ζωή και δεν αντέχουν να τη χαραμίζουν.
Πες μου, μπορεί κι οι δύο να έχουν δίκιο;
Δεν μπορεί.
VENCEREMOS
Τιμή για πάντα στον σύντροφο αγωνιστή Λάμπρο
Αν ήμουν κόρακας, χρόνια διακόσια να ζήσω,
δάσκαλος τσίφτης θα πάαινα στην Πίνδο ψηλά,
σ' ένα σχολειό, μες στα ζούδια τ' αθώα, βουνίσιο,
πέντε γενιές ,σύντροφοι, να σπουδάξω παιδιά.
Θα δασκάλευα, σύντροφοι, πέντε γενιές,
μια και δυο για ν' αλλάξω τον κόσμο φορές.
Αηδονάκια, μικρά, 'μπρος στης Γκιώνας τον πέτρινο πίνακα,
θα τα βάφτιζα αητούς, στ' άστρου τον μαυροκόκκινο πίδακα.
Με γραφές πέτρινες, θα τους μπόλιαζα ωραία, βουνίσια
υποδόρια, αυτόνομα θάματα, παλληκαρίσια,
κι υποδόριες επαναστάσεις,
από μία στις έξι τις τάξεις !
Είναι κρύο πολύ το φεγγάρι, απάνω απ' τ' Αγρίνιο,
όπως λέει το τραγούδι, συντρόφοι μου, σαν τ' αλουμίνιο.
Πέντε κίσσες στο μνήμα μου, σαν χαρτορίχτρες γριές,
"-Θα ξανάρθεις -μου λέν' - πάλι, Λάμπρο, σε πέντε γενιές!"
Θα ξανάρθω, συντρόφοι, σε πέντε γενιές,
μια και δυο για ν' αλλάξω τον κόσμο φορές.
Αηδονάκια, μικρά, 'μπρος στης Γκιώνας τον πέτρινο πίνακα,
θα βαφτίζω αητούς, στ' άστρου τον μαυροκόκκινο πίδακα.
Με γραφές πέτρινες, θα μπολιάζω, συντρόφοι, βουνίσια
υποδόρια, αυτόνομα θάματα, παλληκαρίσια,
κι υποδόριες επαναστάσεις,
από μία στις έξι τις τάξεις!