Το Millenium πλησίαζε τα δύο παιδιά. Εκείνος έγινε ένας έφηβος ξανθός σαν τον ήλιο (κορμοστασιά δεν είχε και την πρώτη, σχολίωση δει ώ άνδρες Αθηναίοι!)με μακριά χέρια που σε αυτά μίλαγαν τα πινέλα και αυτί μαγεμένο από τους Iron maiden και τους Sabbath. Ήταν στο άγχος της ηλικίας του, λόγω σχολείου και οικογένειας, αλλά το μπλαζέ του ύφος υποσχεσεις για αστέρια έδινε. Έρωτες τον τράβηξαν από το χέρι, κορμιά εφηβικά με τις αισθήσεις οξυμένες, πρόσωπα φεγγάρια. Κορίτσια ερωτοχτυπημένα τον κοίταζαν και τον έβαζαν κρυφά από τους γονείς τους στα κρεββάτια τους. ΑΛλά εκείνος σαν πλάσμα άλλου κόσμου δεν έδινε ούτε μια δεκάρα για εκείνες. Ποτά, τσιγάρα, heavy metal και φίλοι. Μόνο αυτά τον ενδιέφεραν. Να χτύπαγε η καρδιά του για κανένα κορίτσι? Να είχε κάποια στο κεφάλι του? Το κορίτσι είχε να το δει χρόνια. Αλλά που το αφήσαμε το κομοδινάκι?
Το κομοδινάκι μεγάλωσε και έγινε ένα όμορφο κομψό γραφειάκι συγγραφέα. Ψήλωσε και λέπτυνε. Καμπύλες στόλισαν το κορμί της, τις οποίες προσπαθούσε μάταια να ξεφορτωθεί(δεν ήξερε την δύναμή τους ακόμη). Τα όνειρα της ήταν συγκεκριμένα αλλά ο βυθός της καρδιάς της την τράβαγε κάτω και τα έσβηνε. Ένιωθε σαν να ζει σε κινούμενη άμμο, μια να πετάει στα αστέρια και μια να λιώνει σε ηφαίστειο. Κάτι την έκαιγε, κάτι περίμενε, καποιον. Είχε λίγες φίλες(δεν χρειαζόταν κι άλλες). Ζούσε στον μικρόκοσμο της. Με τις μουσικές της, τα βιβλία της και τις σκέψεις της. Είχε ξεχάσει τον θεό των παιδικών της χρόνων.
Μέχρι εκείνο το καλοκαίρι. Είχε τόση οργή και ανασφάλεια. Άνοιξαν πληγές εκείνο το καλοκαίρι στην καρδιά της. Βαθιές που ήξερε ότι ποτέ ξανά δεν θα έκλειναν ακόμη και αν γινόταν τα μαλλιά της σαν το βαμβάκι. Τότε τον είδε...Τότε...
Ένας μικρός θεός, πάλι δικός της εκείνο το καλοκαίρι. Έβγαιναν μαζί τα βράδια, χαιρόταν το βλέμμα του πάνω της(γεμάτο θαυμασμό και λαγνεία) και τα λόγια του την φόβιζαν αλλά της άρεσαν κιόλας.
Εκείνος όταν την είδε τρόμαξε. Ανέβηκε η τεστοστερόνη στον εγκέφαλό του και τον έπνιξε. Μόνο οι μυρωδιές της , η ανάσα της και το σώμα της σκεφτόταν. Το κομοδινάκι είχε μεγαλώσει και είχε γίνει όμορφο πλάσμα. Αποφάσισε ότι εκείνη ήθελε. Κοντά του γύρω του. Για ένα καλοκαίρι ξέχασε την δυσφορία από την ζέστη και την υγρασία, ξέχασε όλες τις άλλες πεταλούδες που τον τριγυρνούσαν και συγκέντρωσε όλη την ενέργειά του σε εκείνη!
Την τύλιξε με τα μάγια του. Την είχε δική του για δέκα λεπτά/δευτερόλεπτα/ χρόνια? Ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.
Εκείνη σκεφτόταν τα άστρα. και έφυγε σε αυτά. Αποφάσισε εκείνα τα λεπτά ότι δεν το ήθελε δεν το χρειαζόταν εκείνη την στιγμή. Και τον άφησε για λίγο. Γιατί ενδόμυχα ήξερε ότι θα τον ξαναβρεί.
και δεν τελειώνει η ιστορία ακόμη!